τεριακλής

τεριακλής
ο, Ν
ο θεριακλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεριακλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεριακλής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κυριάκος. Ναυμάχος από την Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε κοντά στην Άνδρο. Διετέλεσε γραμματέας ρωσικού σκάφους κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Μετά την απελευθέρωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”